Dictionary of Greek. 2013.
ἀμαχί — ἀμαχεί without stroke of sword indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάχη — η 1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια 2. το αμάχι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση τού αντιθέτου αγάπη. ΠΑΡ. αμαχεύω] … Dictionary of Greek